τεμαχίζειν

τεμαχίζειν
τεμαχίζω
cut up fish for salting
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεμαχίζω — ΝΜΑ [τέμαχος] κόβω σε τεμάχια, σε κομμάτια, κομματιάζω (α. «τεμάχισε το κρέας» β. «ξιφίας κητώδης... τεμαχίζεται», Ξενοκρ.) αρχ. μτφ. διαιρώ, διαχωρίζω (α. «τεμαχίζειν μεληδὸν τὸν νόμον», Πορφ. β. «τεμαχίζειν τὴν πραγματείαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”